- ερύγμηλος
- ἐρύγμηλος, -η, -ον (Α)αυτός που μουγκρίζει δυνατά.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο τού ταύρου που προέρχεται από ερυγμή [ερεύγομαι (II)] + επίθημα -ηλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρύγμηλος — loud bellowing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρύγμηλον — ἐρύγμηλος loud bellowing masc acc sg ἐρύγμηλος loud bellowing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυγμήλη — ἐρύγμηλος loud bellowing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυγμήλοιο — ἐρύγμηλος loud bellowing masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυγμήλου — ἐρύγμηλος loud bellowing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ржать — ржу, укр. ржати, ржу, iржати, блр. ржаць, iржаць, др. русск. ръзати, ръжу, сербск. цслав. ръзати, ст. слав. ръжѫ χρεμετίζω (Супр.), сербохорв. р̏зати, р̏же̑м, словен. rzati, rzȃm, ržem, чеш. rzati, ržati, слвц. hržаt᾽, hrzаt᾽, еrdžаt᾽, польск.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… … Dictionary of Greek
reu-1, rēu-, rū̆ - — reu 1, rēu , rū̆ English meaning: to roar, murmur, etc.. (expr.), onomatopoeic words Deutsche Übersetzung: Schallwurzel “brũllen, heisere Laute ausstoßen”; “brummen, murren” Material: O.Ind. rü u ti, ruváti, ravati “bellow, roar … Proto-Indo-European etymological dictionary